- φρατρίαρχος
- φρᾱτρίαρχ-ος, ὁ,A president of a φρατρία, D.57.23, IG22.1241.5, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φρατρίαρχος — φρᾱτρίαρχος , φρατρίαρχος president of a masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρατρίαρχος — και φρήταρχος, ὁ, Α αρχηγός φρατρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρατρία + αρχος*] … Dictionary of Greek
φρατριαρχώ — και φρηταρχῶ, έω, Α [φρατρίαρχος / φρήταρχος] είμαι φρατρίαρχος* … Dictionary of Greek
-άρχος — [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως β συνθετικό σε μεγάλο σχετικά αριθμό συνθέτων τόσο της αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής, τα οποία αναφέρονται στην έννοια του αρχηγού πρβλ. αρχ. νεοελλ. λήσταρχος, στασίαρχος, φύλαρχος αρχ.… … Dictionary of Greek
φρήταρχος — ὁ, Α βλ. φρατρίαρχος … Dictionary of Greek
φρητάρχης — ὁ, Α φρατρίαρχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φράτρα / φρήτρη + άρχης*] … Dictionary of Greek
φρατρία ή φατρία — Σύνδεσμος γενών που κατάγονται από τον ίδιο γενάρχη και, γενικότερα, λαός που έχει κοινή καταγωγή. Στους ιστορικούς χρόνους η φ. ήταν πολιτικοκοινωνική διαίρεση του λαού. Στην αρχαία ελληνική πολιτεία, και κυρίως στις κοινωνίες των Ιώνων και των… … Dictionary of Greek
φρατρίαρχοι — φρᾱτρίαρχοι , φρατρίαρχος president of a masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρατρίαρχον — φρᾱτρίαρχον , φρατρίαρχος president of a masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)